ευκολοπρόφερτος
[efkoloˈprofertos], ευκολοπρόφερτη, ευκολοπρόφερτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- leicht aussprechbarευκολοπρόφερτοςευκολοπρόφερτος
Thank you for your feedback!