„ευθυγραμμίζω“: μεταβατικό ρήμα ευθυγραμμίζω [efθiɣraˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) begradigen, gleichschalten begradigen, gleichschalten ευθυγραμμίζω ευθυγραμμίζω