„ευεργέτης“: αρσενικό ευεργέτης [everˈjetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ευεργέτιδα [everˈjetiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wohltäter Wohltäterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ευεργέτης ευεργέτης