„ευερέθιστος“ ευερέθιστος [eveˈreθistos], ευερέθιστη, ευερέθιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) reizbar, leicht erregbar reizbar, leicht erregbar ευερέθιστος ευερέθιστος