„ευγνωμοσύνη“: θηλυκό ευγνωμοσύνη [evɣnomoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dankbarkeit Dankbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ευγνωμοσύνη ευγνωμοσύνη