„ευανάγνωστος“ ευανάγνωστος [evaˈnaɣnostos], ευανάγνωστη, ευανάγνωστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leicht lesbar leicht lesbar ευανάγνωστος ευανάγνωστος