„ευέξαπτος“: επίθετο, ως επίθετο ευέξαπτος [eˈveksaptos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ευέξαπτη, ευέξαπτο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hitzköpfig hitzköpfig ευέξαπτος ευέξαπτος „ευέξαπτος“: αρσενικό ευέξαπτος [eˈveksaptos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hitzkopf Hitzkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευέξαπτος ευέξαπτος