„ετοιμοπόλεμος“ ετοιμοπόλεμος [etimoˈpolemos], ετοιμοπόλεμη, ετοιμοπόλεμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kampfbereit kampfbereit ετοιμοπόλεμος ετοιμοπόλεμος