„ετοιμολογία“: θηλυκό ετοιμολογία [etimoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlagfertigkeit Schlagfertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ετοιμολογία ετοιμολογία