ετοιμασία
[etimaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vorbereitungθηλυκό | Femininum, weiblich fετοιμασία προπαρασκευήετοιμασία προπαρασκευή
- Zubereitungθηλυκό | Femininum, weiblich fετοιμασία φαγητούετοιμασία φαγητού
examples
- ετοιμασίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ταξιδιούReisevorbereitungenπληθυντικός | Plural pl