„εσωκλείω“: μεταβατικό ρήμα εσωκλείω [esoˈklio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beifügen beifügen εσωκλείω σε επιστολή εσωκλείω σε επιστολή