εσοχή
[esoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vertiefungθηλυκό | Femininum, weiblich fεσοχή βαθούλωμαεσοχή βαθούλωμα
- Nischeθηλυκό | Femininum, weiblich fεσοχή τοίχουεσοχή τοίχου