„ερωτηματικός“ ερωτηματικός [erotimatiˈkos], ερωτηματική, ερωτηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fragend fragend ερωτηματικός ερωτηματικός examples ερωτηματική αντωνυμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Fragewortουδέτερο | Neutrum, sächlich n Interrogativpronomenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ερωτηματική αντωνυμίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ερωτηματική πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f Fragesatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ερωτηματική πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f