„ερωτευμένος“: επίθετο, ως επίθετο ερωτευμένος [erotevˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ερωτευμένη, ερωτευμένο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verliebt verliebt (με in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ερωτευμένος ερωτευμένος „ερωτευμένος“: αρσενικό και θηλυκό ερωτευμένος [erotevˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verliebte Verliebte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f ερωτευμένος ερωτευμένος