εργοστασιάρχης
[erɣostasiˈarçis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Industrielle(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fεργοστασιάρχηςFabrikantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεργοστασιάρχηςεργοστασιάρχης