„εργοδότρια“: θηλυκό εργοδότρια [erɣoˈðotria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Arbeitgeberin Arbeitgeberinθηλυκό | Femininum, weiblich f εργοδότρια εργοδότρια