„εργαστήρι“: ουδέτερο εργαστήρι [erɣasˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργαστήρι → see „εργαστήριο“ εργαστήρι → see „εργαστήριο“