„επιχορηγώ“: μεταβατικό ρήμα επιχορηγώ [epixoriˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) subventionieren, bezuschussen subventionieren, bezuschussen επιχορηγώ επιχορηγώ