„επιχειρώ“: μεταβατικό ρήμα επιχειρώ [epiçiˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unternehmen, versuchen unternehmen, versuchen επιχειρώ επιχειρώ „επιχειρώ“: αμετάβατο ρήμα επιχειρώ [epiçiˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) operieren operieren επιχειρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ επιχειρώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ