επιτόκιο
[epiˈtokjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zinssatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιτόκιοεπιτόκιο
examples
- επιτόκιο χρονομίσθωσηςLeasingrateθηλυκό | Femininum, weiblich f