επιτυχία
[epitiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erfolgαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιτυχία επιτυχής έκβασηGelingenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιτυχία επιτυχής έκβασηεπιτυχία επιτυχής έκβαση
- Erreichungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιτυχία σκοπού, στόχουεπιτυχία σκοπού, στόχου
- Hitαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιτυχία μουσSchlagerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιτυχία μουσεπιτυχία μουσ
examples
- καλή επιτυχία!viel Erfolg!