„επιτρεπτός“ επιτρεπτός [epitrepˈtos], επιτρεπτή, επιτρεπτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zulässig zulässig επιτρεπτός επιτρεπτός