„επιτεύξιμος“ επιτεύξιμος [epiˈtefksimos], επιτεύξιμη, επιτεύξιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausführbar ausführbar επιτεύξιμος επιτεύξιμος