„επιπλοποιείο“: ουδέτερο επιπλοποιείο [epiplopiˈio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Möbelfabrik Möbelfabrikθηλυκό | Femininum, weiblich f επιπλοποιείο επιπλοποιείο