„επινεφρίδιο“: ουδέτερο επινεφρίδιο [epineˈfriðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nebenniere Nebenniereθηλυκό | Femininum, weiblich f επινεφρίδιο επινεφρίδιο