„επιμόρφωση“: θηλυκό επιμόρφωση [epiˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zweiter Bildungsweg zweiter Bildungswegαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιμόρφωση επιμόρφωση