„επιμελούμαι“: αποθετικό ρήμα επιμελούμαι [epimeˈlume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich kümmern, sorgen, betreuen sich kümmern (αιτιατική | Akkusativakk um) επιμελούμαι φροντίζω sorgen (αιτιατική | Akkusativakk für) επιμελούμαι φροντίζω επιμελούμαι φροντίζω betreuen επιμελούμαι πρότζεκτ επιμελούμαι πρότζεκτ