επιλογή
[epiloˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιλογή εκλογήAuswahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιλογή εκλογήεπιλογή εκλογή
- Selektionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιλογή βιολογία | Biologieβιολεπιλογή βιολογία | Biologieβιολ
- Markierungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιλογή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεπιλογή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- επιλογή γιατρώνArztwahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιλογή θέματοςThemenwahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιλογή θέσεωνPlatzwahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples