„επικρούω“: μεταβατικό ρήμα επικρούω [epiˈkruo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abklopfen abklopfen επικρούω ιατρική | Medizinιατρ επικρούω ιατρική | Medizinιατρ