„επικροτώ“: μεταβατικό ρήμα επικροτώ [epikroˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) begrüßen, billigen, gutheißen begrüßen, billigen, gutheißen επικροτώ επιδοκιμάζω επικροτώ επιδοκιμάζω