„επιθεωρώ“: μεταβατικό ρήμα επιθεωρώ [epiθeoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) besichtigen, inspizieren besichtigen, inspizieren επιθεωρώ επιθεωρώ