επιθεωρητής
[epiθeoriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, επιθεωρήτρια [epiθeoˈritria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Inspektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεωρητήςKommissarαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθεωρητήςεπιθεωρητής
examples
- επιθεωρητής αστυνομίαςKripobeamterαρσενικό | Maskulinum, männlich mKripobeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιθεωρητής γυμνασίου-λυκείουOberschulratαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -rätinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιθεωρητής καταστήματοςKaufhausdetektivαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f