επιθετικότητα
[epiθetiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aggressivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθετικότηταAggressionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθετικότηταεπιθετικότητα