„επιδόρπιο“: ουδέτερο επιδόρπιο [epiˈðorpio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachtisch Nachtischαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιδόρπιο επιδόρπιο