„επιδεικτικός“ επιδεικτικός [epiðiktiˈkos], επιδεικτική, επιδεικτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) demonstrativ demonstrativ επιδεικτικός επιδεικτικός