„επιδέχομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα επιδέχομαι [epiˈðexome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zulassen zulassen επιδέχομαι επιδέχομαι