„επιβλητικός“ επιβλητικός [epivlitiˈkos], επιβλητική, επιβλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) imposant, eindrucksvoll imposant, eindrucksvoll επιβλητικός επιβλητικός