„επιβαρύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επιβαρύνομαι [epivaˈrinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überlastet sein überlastet sein (από mit) επιβαρύνομαι επιβαρύνομαι