„επιβάτης“: αρσενικό επιβάτης [epiˈvatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Passagier, Fahrgast, Fluggast Passagierαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιβάτης αεροπλάνου, πλοίου επιβάτης αεροπλάνου, πλοίου Fahrgastαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιβάτης λεωφορείου, αυτοκινήτου επιβάτης λεωφορείου, αυτοκινήτου Fluggastαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιβάτης αεροπλάνου επιβάτης αεροπλάνου examples επιβάτης τρένου Bahnreisende(r)αρσενικό | Maskulinum, männlich m επιβάτης τρένου