„επαρχιώτικος“ επαρχιώτικος [eparçiˈotikos], επαρχιώτικη, επαρχιώτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kleinstädtisch kleinstädtisch επαρχιώτικος επαρχιώτικος