επαρχιακός
[eparçiaˈkos], επαρχιακή, επαρχιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- επαρχιακό κοινοβούλιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKreistagαρσενικό | Maskulinum, männlich m