„επαργυρώνω“: μεταβατικό ρήμα επαργυρώνω [eparjiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) versilbern versilbern επαργυρώνω επαργυρώνω