επανεπεξεργάζομαι
[epanepekserˈɣazome]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nachbearbeitenεπανεπεξεργάζομαι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεπανεπεξεργάζομαι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ