„επανεκδίδω“: μεταβατικό ρήμα επανεκδίδω [epanekˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neu auflegen neu auflegen επανεκδίδω επανεκδίδω