„επανέκδοση“: θηλυκό επανέκδοση [epaˈnekðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neuauflage Neuauflageθηλυκό | Femininum, weiblich f επανέκδοση επανέκδοση