„επαλήθευση“: θηλυκό επαλήθευση [epaˈliθefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verifizierung Verifizierungθηλυκό | Femininum, weiblich f επαλήθευση επαλήθευση