επίτιμος
[eˈpitimos], επίτιμη, επίτιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- επίτιμη διδάκτωρθηλυκό | Femininum, weiblich fEhrendoktorinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίτιμη πολίτηςθηλυκό | Femininum, weiblich fEhrenbürgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίτιμο μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nEhrenmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples