„επίτευγμα“: ουδέτερο επίτευγμα [eˈpitevɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Errungenschaft Errungenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f επίτευγμα επίτευγμα