„επίστρατος“: αρσενικό επίστρατος [eˈpistratos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einberufener, Eingezogener Einberufenerαρσενικό | Maskulinum, männlich m επίστρατος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ Eingezogenerαρσενικό | Maskulinum, männlich m επίστρατος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ επίστρατος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ