εξωτερικεύω
[exoteriˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- äußern, preisgebenεξωτερικεύω σκέψεις, συναισθήματαεξωτερικεύω σκέψεις, συναισθήματα
Thank you for your feedback!